Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

τα παραμύθια, ΟΜΑΔΑ Α΄

           Η ηχογράφηση του παραμυθιού: "Το αηδόνι του αυτοκράτορα"




                 Σύγκριση των δύο παραμυθιών

Και στα δύο παραμύθια οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο ανώνυμοι βασιλιάδες. Επίσης και στα δύο επαναλαμβάνεται το μοτίβο: πρόβλημα – λύση. Στο παραμύθι ΄Το πιο γλυκό ψωμί’ το πρόβλημα του βασιλιά είναι η ανορεξία και η λύση του είναι η εργασία. Στο παραμύθι ‘ Το αηδόνι του αυτοκράτορα’ το πρόβλημα είναι η μελαγχολία του βασιλιά και η λύση το γλυκό κελάηδημα ενός αληθινού πουλιού.
 

   

  Χαρακτηριστικά λαϊκών παραμυθιών
Το παραμύθι είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία. Στα παραμύθια παρατηρούνται επαναλήψεις μοτίβων ,όπως το μοτίβο: πρόβλημα – λύση και το μοτίβο: περιπέτειες – ικανοποίηση. Το μοτίβο: περιπέτειες – ικανοποίηση απαντά και στους αρχαίους ελληνικούς μύθους και σε πολλά ευρωπαϊκά και ανατολίτικα παραμύθια. Παραμυθιακός τύπος, επομένως, είναι η αφηγηματική βάση πάνω στην οποία δομούνται οι παραλλαγές ενός παραμυθιού και απορρέει από τον συνδυασμό μοτίβων. Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές, προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο, στον τόπο και στα πρόσωπα, που αφορούν το περιεχόμενό του. Η υπόθεσή του δε δεσμεύεται από τόπο και χρόνο και τα πρόσωπά του είναι φανταστικά.  Συγκεκριμένα:
·   Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος.
·   Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης.
·   Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των Έτσι, το πρώτο γνώρισμα τοπικότητας, που χαρακτηρίζει το ελληνικό παραμύθι, είναι η γλώσσα, είτε πρόκειται για την κοινή ελληνική, είτε για τοπικά ιδιώματα και διαλέκτους. Το λεξιλόγιο διαφοροποιείται ανάλογα με την περιοχή, προδίδοντας ενίοτε τις επιδράσεις ξένων κατακτητών προσώπων.


                                               Εννοιολογικός χάρτης με τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού





                               
                                 
   Ο φτωχός και τα γρόσια, λαϊκό παραμύθι
  Το κείμενο έχει αντιγραφεί από την ιστοσελίδα www.dschool.edu.gr

Το σύντομο διδακτικό παραμύθι που ακολουθεί προέρχεται από την περιοχή της Νάξου και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1874. Η ιστορία που είναι γνωστή και στους μύθους του Γάλλου συγγραφέα Λαφονταίν, είχε μεγάλη διάδοση στον ελληνικό χώρο και έδωσε την έμπνευση στο θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Κόκκο να γράψει το κωμειδύλλιο Η λύρα του Γερονικόλα (1891), που παίχτηκε σε αθηναϊκά θέατρα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.



Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά και δούλευαν με τη γυναίκα του όλη μέρα. Κάθε βράδυ που ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φάνε το ψωμάκι τους ήσυχα κι αγαπημένα, κι έπειτα να πιάσει ο πατέρας τη λύρα του να χορεύουν τα παιδιά και να περνούν ζωή αγγελική.
Δίπλα κάθουνταν ένας πλούσιος, και σαν άκουε κάθε βράδυ τα γέλια και τις χαρές του φτωχού, παραξενεύονταν: «πώς εγώ μαθές να μην είμαι ευχαριστημένος κι αναπαμένος σαν αυτόν, όλη μέρα αξίνη και το βράδυ γλέντι». Λέει: «να του δώσω θέλω γρόσια, να δω τι θα κάνει».
Πάει βρίσκει το φτωχό, του λέει:
— Επειδή σε ξέρω τίμιο άνθρωπο, να, σου δίνω χίλια γρόσια ν’ ανοίξεις πραμάτεια, ό,τι θες, κι αν πλουτίσεις, μου τα δίνεις, ειδεμή σου τα χαρίζω.
Όλη μέρα πια ο φτωχός, εσυλλογιόνταν τι να κάνει τόσα γρόσια. Τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει: «ν’ ανοίξω πραματευτάδικο; να τα βάλω στον τόκο; να πάρω αμπελοχώραφα;».
Έρχεται το βράδυ, ούτε λύρα να πιάσει, μιλιά τσιχ δεν έκαναν τα παιδιά του. Να γελάσουν, τα μάλωνε· όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι απ’ τη συλλογή. Την άλλη μέρα ούτε σε μεροκάματα να πάει, ούτε πουθενά έξω από τη συλλογή. Τον ερωτά η γυναίκα του τι έχει; να τον κάνει να γελάσει· αυτός την εμάλωσε, να τον αφήσει ήσυχο.
O πλούσιος, περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις, ούτε λύρα πια άκουε ούτε γέλια, ούτε χορό των παιδιών.
Το πρωί βλέπει το φτωχό κι έρχεται:
— Να, χριστιανέ, τα γρόσια σου, κι ούτε αυτά θέλω ούτε τη σκοτούρα τους.
Από τότε, πάλι χαρούμενος στο σπίτι του, ο φτωχός έπαιζε τη λύρα, χόρευαν τα παιδιά του, σαν και πρώτα, και το άλλο πρωί στη δουλειά.
Ελληνικά παραμύθια, εκλογή Γ.Α. Μέγας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

         Σύγκριση με το παραμύθι 'Το πιο γλυκό ψωμί'

               Ομοιότητες
     
     Και στα δύο παραμύθια ο  χρόνος είναι απροσδιόριστος. Και στα δύο επίσης παραμύθια
     υπάρχουν κάποια αφηγηματικά μοτίβα. Στο ένα: είναι πρόβλημα- λύση και στο άλλο: 
     περιπέτειες- δοκιμασίες.Το ένα μιλάει για έναν πλούσιο βασιλιά και το άλλο για έναν 
     φτωχό άνθρωπο-πολίτη. Θα λέγαμε πως δεν υπάρχουν και τόσα πολλά εξωπραγματικά 
     πράγματα. Ακόμα και τα δύο παραμύθια έχουν διδακτική πρόθεση.            

                    Διαφορές
      Τα δύο παραμύθια μας διδάσκουν διαφορετικά πράγματα.
     Το παραμύθι «Το πιο γλυκό ψωμί»μας διδάσκει ότι η εργασία είναι πηγή χαράς και  ικανοποίησης, ενώ το παραμύθι « Ο φτωχός και τα γρόσια»  μας διδάσκει ότι τα 
      χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία.


Γράψαμε το δικό μας παραμύθι αλλάζοντας λέξεις-φράσεις του κειμένου:


Το παραμύθι μας
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κοντός, χοντρός και τεμπέλης βασιλιάς, που όλη μέρα τεμπέλιαζε και έτρωγε. Το όνομά του ήταν Τεμπέλης Χοντρομπαλάς. Αυτό τα λέει όλα νομίζω. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου κάποτε, επειδή τον κορόιδευαν αποφάσισε να μη φάει τίποτα όλη τη μέρα. Είχε να φάει πολλές μέρες και συνέχιζε κανονικά τη δίαιτα μέχρι να γίνει φιγουρίνι.  Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα.
 Όλοι στο παλάτι ανησυχούσαν για την ανορεξιά του βασιλιά. Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι αυτός τους ρώτησε: «Μήπως κουράζεται ο  βασιλιάς σας;». «Τι λες, γιατρέ μου», του λένε εκείνοι. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο του, ούτε το μικρό του δαχτυλάκι δεν κουνά». «Μήπως έχει έγνοιες και σκοτούρες για το λαό του;» « Όχι, πού τέτοιο καλό! Ο βασιλιάς ζει ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε του καίεται για κανέναν!» Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και τους λέει: «Άκουστε: Καθώς βλέπω, δεν έχει τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχει όρεξη να φάει, είναι το ψωμί που του δίνουν στο παλάτι! Να του φέρετε να φάει το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!».
Από την ίδια μέρα έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μόλις όμως του φέρναν ένα καρβέλι ο βασιλιάς το έδινε στον υπηρέτη του να το φάει για να τον δει να χοντραίνει. Αυτό επαναλαμβανόταν όλες τις μέρες. Μα ο υπηρέτης δεν πάχυνε κι ο βασιλιάς μελαγχολούσε όλο και περισσότερο. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε ένα σοφό και να τον φέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε. Ο βασιλιάς τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να νιώσει λίγο καλύτερα.
 «Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να γιατρευτείς πρέπει να ’ρθεις μαζί μου και να ζυμώσεις μόνος σου το πιο γλυκό ψωμί». «Θα σε κρεμάσω, αν με ξεγελάσεις!», του φώναξε ο βασιλιάς. «Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!» του απάντησε εκείνος.
 «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Φόρεσε ο βασιλιάς την ποδιά του κι άρχισε να ζυμώνει. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη. Μόλις άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους, ο βασιλιάς τα λιμπιζόταν να τα φάει .Όταν όμως ψήθηκαν ο γέρος όμως τα παίρνει και τα μοιράζει στους υπηρέτες του βασιλιά. Αυτό επαναλήφθηκε  πολλές φορές. Ο βασιλιάς ζύμωνε, έψηνε τα καρβέλια και μόλις άνοιγε το στόμα του για να φάει λίγο ψωμί ο γέρος το άρπαζε και το έδινε στους φτωχούς υπηκόους του βασιλιά. Ο βασιλιάς άρχισε να πεινάει, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από θυμό, αλλά δεν έλεγε ακόμα τίποτα. Ο γέρος τον έβαζε να ζυμώνει όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα, να ψήνει και να μοιράζει τα καρβέλια στο λαό του. Ο βασιλιάς όμως μόλις έβλεπε τους ανθρώπους της χώρας του να τον ευχαριστούν και να μην τον κοροϊδεύουν για το πάχος του αντί να θυμώνει άρχισε σιγά σιγά να κοκκινίζει από χαρά. Ζύμωνε και έψηνε αδιαμαρτύρητα και δεν τον ένοιαζε πια που ήταν χοντρός.
Σε λίγο βγήκανε τα τελευταία καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Ο γέρος του έδωσε ένα καρβέλι να φάει. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μετά την πρώτη μπουκιά που κατάπιε φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Μια ζάχαρη διαιτητική γιατί τη μοιράζεσαι με τους άλλους. Συνέχισε να προσφέρεις και δε θα σε νοιάζει πια το πάχος».
O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου