Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

αφήγηση του παραμυθιού από το Α2, ΟΜΑΔΑ Γ΄




              Το βασικό νόημα του παραμυθιού
  Αντιγράψαμε από την ιστοσελίδα www.dschool.edu.gr   το παραμύθι και υπογραμμίσαμε με
  έντονη γραφή τη φράση που θεωρούμε ότι περικλείει το βασικό νόημα του παραμυθιού.

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Oύτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Oύτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
«Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».
O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!
Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, επιμέλεια Δ. Λουκάτος, Βασική Βιβλιοθήκη, Ζαχαρόπουλος

Φτιάξαμε το δικό μας ποίημα με την υπόθεση του παραμυθιού:
           ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΑΣ
Μία φορά και ένα καιρό
σε ένα παλάτι μακρινό
ζούσε ένας χοντρός βασιλιάς
πού ήταν ο άνθρωπος της τεμπελιάς.
Όλο κορόιδευε το λαό
και νόμιζε ότι ήταν τρομερός
πίσω από την πλάτη του τον έλεγαν χαζό
αλλά ήταν πολύ δειλός.
Μια μέρα ξαφνικά
είχε μία ανορεξιά
θύμωνε με τους δούλους του πολύ
και δεν μπορούσε να καταπιεί.
Πέρασαν μέρες φοβερές
λύσεις δεν βρέθηκαν πολλές
κοίτα τώρα τον βασιλιά
πού δεν μπορεί να φάει ούτε μπουκιά
Κλαίει, κλαίει  εδώ και εκεί
και κάνει συνέχεια προσευχή.
Ήρθανε  πολλοί γιατροί
έξυπνοι και ξακουστοί.
Όμως δεν βρήκαν γιατρειά
στο πρόβλημα του βασιλιά.
Ένας γέροντας πολύ σοφός
άκουσε το πρόβλημα πού είχε αυτός
και έσπευσε  εκεί ταχιά
για να δει το βασιλιά.
          Ξαφνικά του έδωσε μια συμβουλή
          να φτιάξεις το πιο γλυκό ψωμί.
          πήρε η κουζίνα τους φωτιά
          από τα πολλά καρβέλια στα ταψιά.
          Παρόλο πού βασιλιάς δοκίμαζε
          η ανορεξιά του δεν τελείωνε.



η λέξη "ψωμί', ΟΜΑΔΑ Β΄



                                         Εργασίες 1ης Ομάδας

Υλικό από την ιστοσελίδα www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica


Η  λέξη «ψωμί» σε φράσεις της ν.ε με μεταφορική σημασία

( Με μπλε χρώμα έχουμε υπογραμμίσει την ερμηνεία των φράσεων στη ν.ε. Με κίτρινο χρώμα είναι υπογραμμισμένη η φράση που ταιριάζει στο παραμύθι «Το πιο γλυκό ψωμί» )


    δεν έχει ~ να φάει, βρίσκεται σε κατάσταση έσχατης ένδειας, είναι πάμφτωχος. φάγαμε ~ κι αλάτι*. και ξε ρό* ~. βούτυρο* στο ~ κάποιου. λέω το ~ ψωμάκι, βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια, στερούμαι τα προς το ζην. τέλειωσαν / είναι μετρημένα / είναι λίγα / (τα) έφαγε τα ψωμιά του: α. για πράγμα το οποίο, εξαιτίας της πολλής χρήσης του, έχει αχρηστευθεί ή θα αχρηστευθεί σε λίγο. β. για πρόσωπο που έχει γεράσει και βρίσκεται κοντά στο τέλος του βίου. ΠAΡ Ο λόγος σου με χόρτασε* και το ~ σου φα το. 2. (γεν.) τα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του ανθρώπου: Aγωνίζονται για το ~ και για το μέλλον των παιδιών τους. «~, παιδεία, ελευθερία»· αυτό ήταν το σύνθημα της εξέγερ σης του Πολυτεχνείου. Οι αγώνες της εργατικής τάξης για ~ και ελευθερία. (έκφρ.) χάνω το ~ μου, απολύομαι από την εργασία μου. βγάζω / κερδίζω το ~ μου, εξασφαλίζω (με την εργασία μου) τα απαραίτητα για τη ζωή μου. τρώω το ~ κάποιου, του στερώ πόρους ζωής για δικό μου όφελος. για ένα κομμάτι ~, πάρα πολύ φτηνά: Πούλησε το σπίτι του για ένα κομμάτι ~. (τρώω) πικρό* ~. δε φάγαμε γλυκό* ~. 3. (προφ., μτφ.) κέρδος, όφελος: Έχει ~ η δουλειά. ψωμάκι το YΠΟKΟΡ α. (συναισθ.) ψωμί. ΦΡ λέω το ψωμί* ~. β. μικρό σε μέγεθος ψωμί: Ψωμάκια για σάντουιτς.



    Παραδείγματα αυθεντικού λόγου
    με τις φράσεις που περιέχουν το ψωμί με μεταφορική σημασία και σχετικές εικόνες
     

    • Μαζί με το Νίκο φάγαμε ψωμί κι αλάτι όλα αυτά τα χρόνια, μοιραστήκαμε πολλά βάσανα και γίναμε φίλοι 
    • Το ψωμί...ψωμάκι λένε δύο στους δέκα πολίτες.
    • Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου, φάτο (φά'το/φα'το)!, είπα στη φίλη μου για την ευγενική φιλοφρόνηση που μου έκανε.
    • Νομίζω ότι θα φάει πολλά ψωμιά ακόμη, θα γνωρίσει και θα βιώσει πολλά στη ζωή του.
    • Πιστεύω ότι λίγα είναι τα ψωμιά του ,δεν θα ζήσει για πολύ ακόμη. 














    Η μεταφορική χρήση της λέξης ψωμιού στο παραμύθι
             Το κείμενο το αντιγράψαμε από την ιστοσελίδα www.dschool.edu.gr.  Με κόκκινο χρώμα είναι υπογραμμισμένες οι φράσεις του παραμυθιού στις οποίες η λέξη ‘ψωμί’ χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία.

    Λαϊκό παραμύθι
                Το πιο γλυκό ψωμί
    Το παραμύθι που ακολουθεί είναι κεφαλονίτικη παραλλαγή μιας παλαιάς λαϊκής αφήγησης. Ανήκει στον ευρύ τύπο των διηγηματικών ή κοσμικών παραμυθιών, τα οποία αναφέρονται στις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς να χρησιμοποιούν υπερφυσικά στοιχεία. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στην κατηγορία των διδακτικών παραμυθιών που, όπως παρατηρεί ο Δ. Λουκάτος, «έχουν πάντα μέσα τους μια διάθεση για διδασκαλία».


    Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
    Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Oύτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
    Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
    Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Oύτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
    «Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
    «Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»
    Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
    Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
    Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
    Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
    Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
    Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».
    O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!
    Η χρήση της λέξης ψωμί σε ποίημα
    Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, επιμέλεια Δ. Λουκάτος, Βασική Βιβλιοθήκη, Ζαχαρόπουλος



     Η λέξη 'ψωμί' σε ποίημα


    Αντιγράψαμε το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη « Το ψωμί» από την ιστοσελίδα www.greek-languages.gr (υπηρεσία Ανεμόσκαλα: ‘συμφραστικοί πίνακες για μείζονες Νεοέλληνες ποιητές’).

                                 

               Το ψωμί, Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

     

    Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φρατζόλα ζεστό ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
     μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, όλοι τρέχανε στο μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό . Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!



    Η  σημασία της λέξης ‘ψωμί’ στο ποίημα
    Η λέξη ψωμί στο ποίημα έχει την έννοια: των απολύτως αναγκαίων για τη διαβίωση του ανθρώπου. Σημαίνει τα απαραίτητα για τη ζωή του ανθρώπου, όπως βρήκαμε στην ιστοσελίδα www.greek-languages.gr.


    λογοτεχνία - μουσική -θέατρο, ΟΜΑΔΑ Ε΄


                           Το τραγούδι "Το ψωμί μου είναι γλυκό"


       Το νόημα των στίχων του τραγουδιού:
                                
    Το τραγούδι έχει πολλές ομοιότητες με το κείμενο ΄Το πιο γλυκό ψωμί’. Και τα δύο μας λένε ότι ένας άνθρωπος βαρέθηκε για κάτι. Και τώρα μάθανε με τη δουλειά και οι δύο και είναι πολλοί ευτυχισμένοι.
    Δηλαδή, στο τραγούδι βλέπουμε έναν άνθρωπο που δουλεύει σκληρά σε φάμπρικα, σε ψυγεία και σε μηχανουργεία. Από τη δουλειά του βγάζει το ψωμί του που είναι γλυκό, γιατί κουράζεται πολύ για να το αποκτήσει. Το ίδιο συνέβη και με το βασιλιά που από τη στιγμή που δούλεψε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά του και έφαγε το πιο γλυκό ψωμί. 


                                   Η θεατρική παράσταση
     

         Οι εντυπώσεις μας
    Η παράσταση μας άρεσε πολύ. Μας άρεσε η αφήγηση, η μουσική και οι χοροί που ζωντάνεψαν το παραμύθι. Νιώσαμε να βλέπουμε τις  εικόνες του παραμυθιού να ξετυλίγονται μπροστά μας. Δε βαρεθήκαμε καθόλου.Θα θέλαμε να πάρουμε και εμείς μέρος στην παράσταση. Θα αλλάζαμε λίγο τα σκηνικά.Τους διαλόγους θα τους κάναμε πιο χιουμοριστικούς.


                                                      Τα ποιήματά μας
    Αντιγράψαμε από την ιστοσελίδα του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού www.snhell.gr το ποίημα του Χ. Σακελλαρίου « Ο κύκλος του ψωμιού». Γράψαμε και τα δικά μας ποιήματα.

     
     Ο κύκλος του ψωμιού,                                                        Το πιο γλυκό ψωμί, τμήμα Α2
                        Χ. Σακελλαρίου                                                                                 Ομάδα 5

    Να σας πω πώς γίνεται                                          Το ψωμί είναι γλυκό             
    και στον κόσμο δίνεται                                             αν το παίρνεις δουλεμένο
    απ’ το σπόρο το σταράκι,                                        και με κόπο ζυμωμένο.
    το γλυκό, γλυκό ψωμάκι.                                         Αλλά πριν να ζυμωθεί
                                                                                    στο χωράφι το έχουν σπείρει ειδικοί.
    Πρώτα πρώτα οι γεωργοί,                                       Με δρεπάνια το θερίζουν
    σαν οργώσουνε τη γη,                                             και μετά το αλωνίζουν
    μες στη χούφτα σπόρο παίρνουν                            και στο τέλος πάει στο μύλο
    και στη γη κάτω τον σπέρνουν.                               ν’ αλεστεί, να χτυπηθεί
                                                                                    κι έτσι γίνεται αλεύρι, αλεύρι με στοργή
    Τον καλό το Θεριστή                                               κι από εκεί πάει στους φούρνους
    τραγουδώντας, γελαστοί,                                        να ψηθεί, να ζυμωθεί
    με δρεπάνια που γυαλίζουν                                    αφού φτιάχτηκε με κόπο και στοργή.
    στάχυα ολόχρυσα θερίζουν.                                   Και συμπέρασμα που βγάζουνε πολλοί
                                                                                   είναι πως για να γίνει το πιο γλυκό ψωμί
    Και στ’ αλώνι θα στρωθεί,                                       πρέπει να δουλεύουμε πολύ!!!
    θα τριφτεί, θα πατηθεί
    κι ύστερα το καθαρίζουν,
    πιάνουνε και το λιχνίζουν.

    Κι από εκεί θα φορτωθεί
    και στο μύλο θ’ αλεστεί
    κι η μυλόπετρα γυρίζει,
    άσπρο αλεύρι μάς χαρίζει.

    Σαν το παίρνει με χαρά
    η καλή νοικοκυρά,
    μες στη σκάφη τ’ απιθώνει
    και το πλάθει, το ζυμώνει.

    Κι όταν καλοζυμωθεί,
    πάει στο φούρνο να ψηθεί,
    με το φτυάρι μια του δίνουν
    μέσα να ψηθεί τ’ αφήνουν.

    Κι όταν βγει λαχταριστό,
    ροδοκόκκινο, ζεστό,
    τρώει, τρώει το παιδάκι
    το γλυκό, γλυκό ψωμάκι.



                                  "ΚΙ ΑΛΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΑΣ "




    Ήμουνα τεμπέλης
    Και έπαθα ανορεξιά
    Το λόγο μου αν κρατούσα
    Θα ήμουνα καλά.

    Μια μέρα ήρθε ο γέρος
     σοφός ήταν αυτός
    και ήρθε να μου πει
    το λόγο του κι αυτός.

    Το λόγο του τον τήρησα
    και κακό δεν έπαθα
    Δίκιο είχε ο γέρος
    Το ψωμί μου έβγαλα.
                                                                              Συνεργάτες:
                                                                            Τσάντζαλου Κασσιανή Στυλιανή
                                                                            Τζιφέρη Ελένη
                                                                            Τόλια Ανδριάνα

    Αντιλήψεις του χθες και του σήμερα, ΟΜΑΔΑ Δ΄

    Εννοιολογικός χάρτης
              Στον εννοιολογικό χάρτη παρουσιάζουμε την παραδοσιακή διαδικασία παραγωγής ψωμιού.         


                                Το πιο γλυκό ψωμί
           Αντιγράψαμε το παραμύθι από την ιστοσελίδα www.dschool.edu.gr. Με μπλε χρώμα έχουμε υπογραμμίσει εικόνες που καθρεπτίζουν όψεις της λαϊκής ζωής που σιγά σιγά σβήνουν ή έχουν ήδη χαθεί και  με πράσινο χρώμα εικόνες που παρουσιάζουν συνήθειες ή αντιλήψεις του λαού μας που εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα.
                            

    Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
    Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Oύτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
    Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
    Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Oύτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
    «Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
    «Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»
    Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
    Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
    Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
    Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
    Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
    Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».
    O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!
    Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, επιμέλεια Δ. Λουκάτος, Βασική Βιβλιοθήκη, Ζαχαρόπουλος

                


           Στοιχεία πολιτισμού και αντιλήψεις χθες και σήμερα

                 Στο παραμύθι « Το πιο γλυκό ψωμί» κυριαρχεί η αντίληψη ότι το ψωμί είναι ένα βασικό είδος διατροφής απαραίτητο για τη ζωή. Η σημασία που έδιναν και δίνουν οι άνθρωποι στο ψωμί φαίνεται από το ότι με τη λέξη ψωμί εννοούν όλα τα απαραίτητα για τη ζωή τους. Οι άνθρωποι και παλιότερα όπως  και σήμερα έπρεπε να κουράζονται για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Οι άνθρωποι που εργάζονταν στα χωράφια περνούσαν απλά. Κουράζονταν όλη τη μέρα στο χωράφι και έκαναν όλες τις εργασίες με τα χέρια τους και τα ζώα. Χρησιμοποιούσαν απλά εργαλεία όπως ο δάρτης . Ήταν όμως ευτυχισμένοι  όπως λένε οι παππούδες μας και στη ζωή τους δεν υπήρχε το άγχος. Βέβαια σήμερα η πρόοδος της τεχνολογίας έκανε τη ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη. Η παραδοσιακή διαδικασία παραγωγής ψωμιού, όπως παρουσιάζεται μέσα στο παραμύθι άλλαξε και έγινε πιο απλή. Οι άνθρωποι δουλεύουν λιγότερες ώρες στα χωράφια γιατί οι εργασίες γίνονται με μηχανές. Είναι πιο ξεκούραστοι, αλλά επειδή δ ζουν κοντά στη φύση έγιναν πιο δυστυχισμένοι.
               Ο βασιλιάς στο παραμύθι φαίνεται να αδιαφορεί για το λαό του και να τεμπελιάζει. Η αδιαφορία και η τεμπελιά ορισμένων ανθρώπων βέβαια δεν λείπει ούτε στις μέρες μας. Παρόλα αυτά και εμείς σήμερα πιστεύουμε πως με την εργασία ο άνθρωπος εξασφαλίζει την ευτυχία, όπως συμπέρανε στο τέλος του παραμυθιού ο βασιλιάς.

                                                       
                                             Ζωγραφιά  από το παραμύθι

    τα παραμύθια, ΟΜΑΔΑ Α΄

               Η ηχογράφηση του παραμυθιού: "Το αηδόνι του αυτοκράτορα"




                     Σύγκριση των δύο παραμυθιών

    Και στα δύο παραμύθια οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο ανώνυμοι βασιλιάδες. Επίσης και στα δύο επαναλαμβάνεται το μοτίβο: πρόβλημα – λύση. Στο παραμύθι ΄Το πιο γλυκό ψωμί’ το πρόβλημα του βασιλιά είναι η ανορεξία και η λύση του είναι η εργασία. Στο παραμύθι ‘ Το αηδόνι του αυτοκράτορα’ το πρόβλημα είναι η μελαγχολία του βασιλιά και η λύση το γλυκό κελάηδημα ενός αληθινού πουλιού.
     

       

      Χαρακτηριστικά λαϊκών παραμυθιών
    Το παραμύθι είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία. Στα παραμύθια παρατηρούνται επαναλήψεις μοτίβων ,όπως το μοτίβο: πρόβλημα – λύση και το μοτίβο: περιπέτειες – ικανοποίηση. Το μοτίβο: περιπέτειες – ικανοποίηση απαντά και στους αρχαίους ελληνικούς μύθους και σε πολλά ευρωπαϊκά και ανατολίτικα παραμύθια. Παραμυθιακός τύπος, επομένως, είναι η αφηγηματική βάση πάνω στην οποία δομούνται οι παραλλαγές ενός παραμυθιού και απορρέει από τον συνδυασμό μοτίβων. Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές, προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο, στον τόπο και στα πρόσωπα, που αφορούν το περιεχόμενό του. Η υπόθεσή του δε δεσμεύεται από τόπο και χρόνο και τα πρόσωπά του είναι φανταστικά.  Συγκεκριμένα:
    ·   Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος.
    ·   Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης.
    ·   Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των Έτσι, το πρώτο γνώρισμα τοπικότητας, που χαρακτηρίζει το ελληνικό παραμύθι, είναι η γλώσσα, είτε πρόκειται για την κοινή ελληνική, είτε για τοπικά ιδιώματα και διαλέκτους. Το λεξιλόγιο διαφοροποιείται ανάλογα με την περιοχή, προδίδοντας ενίοτε τις επιδράσεις ξένων κατακτητών προσώπων.


                                                   Εννοιολογικός χάρτης με τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού





                                   
                                     
       Ο φτωχός και τα γρόσια, λαϊκό παραμύθι
      Το κείμενο έχει αντιγραφεί από την ιστοσελίδα www.dschool.edu.gr

    Το σύντομο διδακτικό παραμύθι που ακολουθεί προέρχεται από την περιοχή της Νάξου και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1874. Η ιστορία που είναι γνωστή και στους μύθους του Γάλλου συγγραφέα Λαφονταίν, είχε μεγάλη διάδοση στον ελληνικό χώρο και έδωσε την έμπνευση στο θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Κόκκο να γράψει το κωμειδύλλιο Η λύρα του Γερονικόλα (1891), που παίχτηκε σε αθηναϊκά θέατρα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.



    Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά και δούλευαν με τη γυναίκα του όλη μέρα. Κάθε βράδυ που ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φάνε το ψωμάκι τους ήσυχα κι αγαπημένα, κι έπειτα να πιάσει ο πατέρας τη λύρα του να χορεύουν τα παιδιά και να περνούν ζωή αγγελική.
    Δίπλα κάθουνταν ένας πλούσιος, και σαν άκουε κάθε βράδυ τα γέλια και τις χαρές του φτωχού, παραξενεύονταν: «πώς εγώ μαθές να μην είμαι ευχαριστημένος κι αναπαμένος σαν αυτόν, όλη μέρα αξίνη και το βράδυ γλέντι». Λέει: «να του δώσω θέλω γρόσια, να δω τι θα κάνει».
    Πάει βρίσκει το φτωχό, του λέει:
    — Επειδή σε ξέρω τίμιο άνθρωπο, να, σου δίνω χίλια γρόσια ν’ ανοίξεις πραμάτεια, ό,τι θες, κι αν πλουτίσεις, μου τα δίνεις, ειδεμή σου τα χαρίζω.
    Όλη μέρα πια ο φτωχός, εσυλλογιόνταν τι να κάνει τόσα γρόσια. Τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει: «ν’ ανοίξω πραματευτάδικο; να τα βάλω στον τόκο; να πάρω αμπελοχώραφα;».
    Έρχεται το βράδυ, ούτε λύρα να πιάσει, μιλιά τσιχ δεν έκαναν τα παιδιά του. Να γελάσουν, τα μάλωνε· όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι απ’ τη συλλογή. Την άλλη μέρα ούτε σε μεροκάματα να πάει, ούτε πουθενά έξω από τη συλλογή. Τον ερωτά η γυναίκα του τι έχει; να τον κάνει να γελάσει· αυτός την εμάλωσε, να τον αφήσει ήσυχο.
    O πλούσιος, περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις, ούτε λύρα πια άκουε ούτε γέλια, ούτε χορό των παιδιών.
    Το πρωί βλέπει το φτωχό κι έρχεται:
    — Να, χριστιανέ, τα γρόσια σου, κι ούτε αυτά θέλω ούτε τη σκοτούρα τους.
    Από τότε, πάλι χαρούμενος στο σπίτι του, ο φτωχός έπαιζε τη λύρα, χόρευαν τα παιδιά του, σαν και πρώτα, και το άλλο πρωί στη δουλειά.
    Ελληνικά παραμύθια, εκλογή Γ.Α. Μέγας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

             Σύγκριση με το παραμύθι 'Το πιο γλυκό ψωμί'

                   Ομοιότητες
         
         Και στα δύο παραμύθια ο  χρόνος είναι απροσδιόριστος. Και στα δύο επίσης παραμύθια
         υπάρχουν κάποια αφηγηματικά μοτίβα. Στο ένα: είναι πρόβλημα- λύση και στο άλλο: 
         περιπέτειες- δοκιμασίες.Το ένα μιλάει για έναν πλούσιο βασιλιά και το άλλο για έναν 
         φτωχό άνθρωπο-πολίτη. Θα λέγαμε πως δεν υπάρχουν και τόσα πολλά εξωπραγματικά 
         πράγματα. Ακόμα και τα δύο παραμύθια έχουν διδακτική πρόθεση.            

                        Διαφορές
          Τα δύο παραμύθια μας διδάσκουν διαφορετικά πράγματα.
         Το παραμύθι «Το πιο γλυκό ψωμί»μας διδάσκει ότι η εργασία είναι πηγή χαράς και  ικανοποίησης, ενώ το παραμύθι « Ο φτωχός και τα γρόσια»  μας διδάσκει ότι τα 
          χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία.


    Γράψαμε το δικό μας παραμύθι αλλάζοντας λέξεις-φράσεις του κειμένου:


    Το παραμύθι μας
    Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κοντός, χοντρός και τεμπέλης βασιλιάς, που όλη μέρα τεμπέλιαζε και έτρωγε. Το όνομά του ήταν Τεμπέλης Χοντρομπαλάς. Αυτό τα λέει όλα νομίζω. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου κάποτε, επειδή τον κορόιδευαν αποφάσισε να μη φάει τίποτα όλη τη μέρα. Είχε να φάει πολλές μέρες και συνέχιζε κανονικά τη δίαιτα μέχρι να γίνει φιγουρίνι.  Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα.
     Όλοι στο παλάτι ανησυχούσαν για την ανορεξιά του βασιλιά. Oπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι αυτός τους ρώτησε: «Μήπως κουράζεται ο  βασιλιάς σας;». «Τι λες, γιατρέ μου», του λένε εκείνοι. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο του, ούτε το μικρό του δαχτυλάκι δεν κουνά». «Μήπως έχει έγνοιες και σκοτούρες για το λαό του;» « Όχι, πού τέτοιο καλό! Ο βασιλιάς ζει ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε του καίεται για κανέναν!» Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και τους λέει: «Άκουστε: Καθώς βλέπω, δεν έχει τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχει όρεξη να φάει, είναι το ψωμί που του δίνουν στο παλάτι! Να του φέρετε να φάει το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!».
    Από την ίδια μέρα έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μόλις όμως του φέρναν ένα καρβέλι ο βασιλιάς το έδινε στον υπηρέτη του να το φάει για να τον δει να χοντραίνει. Αυτό επαναλαμβανόταν όλες τις μέρες. Μα ο υπηρέτης δεν πάχυνε κι ο βασιλιάς μελαγχολούσε όλο και περισσότερο. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε ένα σοφό και να τον φέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε. Ο βασιλιάς τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να νιώσει λίγο καλύτερα.
     «Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να γιατρευτείς πρέπει να ’ρθεις μαζί μου και να ζυμώσεις μόνος σου το πιο γλυκό ψωμί». «Θα σε κρεμάσω, αν με ξεγελάσεις!», του φώναξε ο βασιλιάς. «Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!» του απάντησε εκείνος.
     «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Φόρεσε ο βασιλιάς την ποδιά του κι άρχισε να ζυμώνει. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη. Μόλις άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους, ο βασιλιάς τα λιμπιζόταν να τα φάει .Όταν όμως ψήθηκαν ο γέρος όμως τα παίρνει και τα μοιράζει στους υπηρέτες του βασιλιά. Αυτό επαναλήφθηκε  πολλές φορές. Ο βασιλιάς ζύμωνε, έψηνε τα καρβέλια και μόλις άνοιγε το στόμα του για να φάει λίγο ψωμί ο γέρος το άρπαζε και το έδινε στους φτωχούς υπηκόους του βασιλιά. Ο βασιλιάς άρχισε να πεινάει, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από θυμό, αλλά δεν έλεγε ακόμα τίποτα. Ο γέρος τον έβαζε να ζυμώνει όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα, να ψήνει και να μοιράζει τα καρβέλια στο λαό του. Ο βασιλιάς όμως μόλις έβλεπε τους ανθρώπους της χώρας του να τον ευχαριστούν και να μην τον κοροϊδεύουν για το πάχος του αντί να θυμώνει άρχισε σιγά σιγά να κοκκινίζει από χαρά. Ζύμωνε και έψηνε αδιαμαρτύρητα και δεν τον ένοιαζε πια που ήταν χοντρός.
    Σε λίγο βγήκανε τα τελευταία καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Ο γέρος του έδωσε ένα καρβέλι να φάει. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μετά την πρώτη μπουκιά που κατάπιε φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Μια ζάχαρη διαιτητική γιατί τη μοιράζεσαι με τους άλλους. Συνέχισε να προσφέρεις και δε θα σε νοιάζει πια το πάχος».
    O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!